Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Διαδρομές Ι

άφιξη / αναχώρηση

Μια διόλου τυχαία μέρα στα μέσα ενός σοβαρού φθινοπώρου, κάπου στις αρχές της τρίτης χιλιετίας, ένας μικρόσωμος άντρας κάνει πρώτος τα μετρημένα, αποφασιστικά βήματα που απαιτούνται για να περάσει από την κινητή εναλασσόμενη πραγματικότητα ενός ταξιδιού με πλοίο στην ασφάλεια του λιμανιού ενός νησιού. Ακολουθούν πίσω και γύρω του ένα σωρό άτομα, άμεσα σχετιζόμενα με την αποστολή που έμελλε να φέρει ως εδώ τα βήματά του, μια νέα πρόκληση σε ένα νέο, κι όμως τόσο γνώριμο, τοπίο που στη σκέψη του διακρίνεται από τη διάθεση να τον φιλοξενήσει για άλλη μια φορά, όπως ήδη ως τώρα χαρακτηριστικά έχει προσπαθήσει· όμως αυτή τη στιγμή ξέρει ότι μόνο ο δικός του βηματισμός έχει σημασία. Έχει παρατηρήσει πολλές φορές μακρινές, χαμένες στον ορίζοντα, και απολήξεις από ό,τι αντηχούν μέσα του σερί αναμμένα-τσιγάρα σκέψεις, ότι κάποιες στιγμές ανήκαν ολοκληρωτικά σε συγκεκριμένα πρόσωπα στη διάρκεια πλεύσης της ιστορίας· και ξέρει πως ανεξάρτητα από την ελάχιστη σημασία του γεγονότος στην παγκόσμια ιστορική μνήμη των ανθρώπων, μια τέτοια στιγμή έχει φτάσει για τον ίδιο. Το γαλάζιο βλέμμα του είναι λοιπόν αποκλειστικά συγκεντρωμένο μπροστά, στο σταυροδρόμι που φιλοξενεί το θέατρο, τον ακριβή προορισμό του ταξιδιού του, που πρόκειται να φιλοξενήσει δυο συναυλίες του, διαφορετικές απ' όσες πολλοί μέχρι τώρα έχουν συνηθίσει.

Τζουζέπε Ορλάντο, Σταθμός Τρένου στην Ιταλία  
 
Θυμάται ακριβώς από πού αυτό το συναίσθημα της ανυπομονησίας πριν από πολυαναμενόμενες αφίξεις του είναι γνώριμο. Είναι κάτι που είχε βιώσει πολλά χρόνια πριν, τότε στο ξεκίνημα της νιότης· που ταξίδευε ακόμη για να γνωρίσει μέρη και ανθρώπους για να προσπαθήσει να εσωτερικεύσει επακριβώς τα πώς και τα γιατί γύρω από αυτά που αντιλαμβανόταν ως τις βασικότερες κινητήριες δυνάμεις της ζωής. Μια μέρα, για παράδειγμα, που για πρώτη φορά αισθάνθηκε πως βρήκε τον τρόπο για να γράψει κάποιους από τους ευκολότερους στίχους της ζωής του: είχε φτάσει σε ένα σταθμό στην άκρη του πουθενά με ένα κορίτσι που σε κάποια φάση τον συντρόφευσε και είχε δεχτεί να τον συνοδέψει ως εκεί. Η έκπληξη ήταν φανερή στα πρόσωπά τους και θα τη χαρακτήριζε δικαιολογημένη κυρίως λόγω της εικόνας της εγκατάλειψης, της μοναξιάς και της μουντάδας που παρουσίαζε ένα βορειοευρωπαϊκά χαρακτηριστικό τοπίο στην ομίχλη. Περπατώντας αμίλητοι πάνω κάτω κατά μήκος της αποβάθρας, κυρίως από αμηχανία ως το σημείο που τελείωνε ο σταθμός και μπορούσε κανείς να θαυμάσει τις ράγες να απομακρύνονται χωρίς δισταγμό κάποια στιγμή παρατήρησαν και οι δύο μια επιγραφή να αποσαφηνίζει: “Εδώ: Ορίζοντας”. 

 
Τότε σταμάτησαν, ξαφνικά ταρακουνημένοι από τη δύναμη του ισχυρισμού και κοιτάχτηκαν διακριτικά στα μάτια, ώσπου μετά από μερικά δευτερόλεπτα, το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά και τις σκληρές γωνίες στο πρόσωπο άρχισε να κλαίει. Ήταν ένα επίμονο κλάμα χωρίς θόρυβο που δε μπορούσες να το αγνοήσεις, ακριβώς επειδή δεν υπήρχε τίποτα γοερό ή τόσο απόλυτα συναισθηματικό στη φύση του, ώστε να σου προκαλέσει εφιάλτες ότι ενδέχεται να επιφέρει νόστο ή πρόκειται να σε ταρακουνήσει: το τρένο είχε ήδη αρχίσει να σφυρίζει και, για πρώτη φορά, από τη στιγμή που είχαν φτάσει λίγη ώρα πριν και τον είχε πρωταντικρίσει, ο σταθμός εμφάνιζε σημάδια κάποιας ελάχιστης ζωής.
Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, πήρε αμέσως το κορίτσι στην αγκαλιά του, όπως σε οποιαδήποτε παρόμοια περίπτωση αβλεπί, έτσι κι αλλιώς, θα είχε κάνει, χωρίς να επιτρέψει ούτε ανάσα να παρεμβληθεί ανάμεσά τους: ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να ξεπληρώσει τις ενέσεις ευτυχίας που είχαν περάσει το τελευταίο διάστημα από της ζωή του εξαιτίας της ανέλπιδης παρουσίας της. Ύστερα την κοίταξε για λίγα ακόμη περίπου δευτερόλεπτα βαθιά στα μάτια (ήταν προορισμένο πια να γίνει σήμα κατατεθέν του, στην πλειοψηφία των πολλών και διάφορων επαφών του με τα ανθρώπινα πλάσματα) κρατώντας τα χέρια της στις παλάμες του· κι ενώ αυτή είχε ακόμη αυτό το υγρό βλέμμα που προσπαθούσε να απομνημονεύσει για να το χρησιμοποιεί έπειτα ως ένα είδος νοητικής υπενθύμισης στον εαυτό του πριν από ποικίλης φύσης παραστρατήματα, βρέθηκε να παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους άλλους επιβάτες αυτού του τρένου, λίγο περισσότερο ξένος μέσα στους ξένους απ' όσο ίσως θα μπορούσε ποτέ να αισθανθεί οποιοσδήποτε από εκείνους.



By Μαρία Γώγογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου